-
1 μίασμα
A stain, defilement, esp. by murder or other crime, taint of guilt, A.Eu. 169 (lyr.), 281, etc.;οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μ. Id.Th. 682
;μ. φεύγων αἵματος E.Hipp.35
;μ. τῶν φυτευσάντων λαβεῖν S.OT 1012
; ;μ. τινὸς ἐπεξέρχεσθαι Id.4.3.6
;τὸ μ. εἰς αὑτὸν δέχεσθαι Pl.Lg. 871b
: in pl., A.Ag. 1420, Ch. 1017;αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα Id.Supp. 265
, etc.II that which defiles, pollution, of persons,χώρας μ. καὶ θεῶν ἐγχωρίων Id.Ag. 1645
; πατροκτόνον μ. καὶ θεῶν στύγος, of Clytaemnestra, Id.Ch. 1028:μ. χώρας ἐλαύνειν S.OT97
; ὡς μ. τοῦδ' ἡμὶν ὄντος ib. 241: in Prose more generally,πνεῦμα μεμιασμένον νοσηροῖσι μιάσμασι Hp.Flat.5
. -
2 πατροκτονος
I21) отцеубийственный Trag.πατροκτόνον μίασμα Aesch. — мать, оскверненная убийством отца (своих детей) (досл. пятно отцеубийства);
δίκη π. Soph. — возмездие за убийство отца2) убивающий свое дитяIIὅ отцеубийца Soph.
См. также в других словарях:
πατροκτόνος — ο, η / πατροκτόνος, ον, ΝΜΑ αυτός που φονεύει τον πατέρα του αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στην πατροκτονία (α. «πατροκτόνον μίασμα» το μόλυσμα τής πατροκτονίας, Αισχύλ. β. «πατροκτόνος δίκη» η τιμωρία τής πατροκτονίας, Σοφ.) 2. φρ. «χεὶρ… … Dictionary of Greek